- καλοδούλευτος, -η
- -ο εκείνος που δουλεύεται καλά, ο πρόσφορος σε καλή εργασία: Το ξύλο αυτό είναι καλοδούλευτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλοδούλευτος — η, ο 1. ο καλά κατεργασμένος 2. αυτός που κατεργάζεται, που δουλεύεται εύκολα 3. ο καλοδουλευτής … Dictionary of Greek
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek